καννίβαλος

καννίβαλος
ο каннибал, людоед

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καννίβαλος" в других словарях:

  • καννίβαλος — ο βλ. κανίβαλος …   Dictionary of Greek

  • κανίβαλος — και καννίβαλος, ο 1. ανθρωποφάγος 2. μτφ. θηριώδης, άγριος, απάνθρωπος, ωμός, αγριάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cannibale < ισπ. canibal ή caribal < αραουακικό caniba ή carib «γενναίος, δυνατός άνδρας» (γλώσσα τών ιθαγενών τών Αντιλών)] …   Dictionary of Greek

  • κανιβαλικός — και καννιβαλικός, ή, ό [καννίβαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στους κανιβάλους, θηριώδης, άγριος. επίρρ... καν(ν)ιβαλικά και ώς με κανιβαλικό, με θηριώδη τρόπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»